- δοκόφρων
- δοκόφρων και δοκίφρων, ο (Μ)1. δοκησίσοφος2. δόλιος, ανειλικρινής.[ΕΤΥΜΟΛ. < δοκώ + -φρων < φρην].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκίφρων — ο βλ. δοκόφρων … Dictionary of Greek
δοκοφροσύνη — δοκοφροσύνη, η (Μ) [δοκόφρων] υπερηφάνεια, αλαζονεία … Dictionary of Greek